κατάβορρος

κατάβορρος
κατάβορρος, -ον (Α)
αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ-βορρος, υπο-παρά-βορρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάβορρος — sheltered from the north masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβόρροις — κατάβορρος sheltered from the north masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβόρειος — καταβόρειος, ον (Α) κατάβορρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόρειος (< βόρειος), πρβλ. δια βόρειος, υπερ βόρειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”